ὀπισθοβατικός

ὀπισθοβατικός
ὀπισθο-βατικός, ή, όν, von hinten zu besteigen pflegend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπισθοβατικός — ή, ό (Α ὀπισθοβατικός, ή, όν) [οπισθοβάτης] αυτός που αναφέρεται στον οπισθοβάτη, στον επιβήτορα. επίρρ... οπισθοβατικώς με βάδισμα προς τα πίσω, με τον τρόπο τής οπισθοβασίας …   Dictionary of Greek

  • αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”